- παρενθύμησις
- -ήσεως, ἡ, Α [παρενθυμούμαι]1. έλλειψη προσοχής2. αμέλεια3. περιφρόνηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρενθύμησις — παρενθύ̱μησις , παρενθύμησις want of attention fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)